ανεκδιήγητος

ανεκδιήγητος
-η, -ο (Α ἀνεκδιήγητος, -ον) [εκδιηγούμαι]
αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί, απερίγραπτος, ανείπωτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνεκδιήγητος — indescribable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεκδιήγητος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να διηγηθεί, απερίγραπτος: Ανεκδιήγητα είναι αυτά που περάσαμε στην αιχμαλωσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεκδιηγήτως — ἀνεκδιήγητος indescribable adverbial ἀνεκδιήγητος indescribable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδιήγητον — ἀνεκδιήγητος indescribable masc/fem acc sg ἀνεκδιήγητος indescribable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδιηγήτοις — ἀνεκδιήγητος indescribable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδιηγήτου — ἀνεκδιήγητος indescribable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδιηγήτους — ἀνεκδιήγητος indescribable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδιηγήτων — ἀνεκδιήγητος indescribable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδιηγήτῳ — ἀνεκδιήγητος indescribable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδιήγητα — ἀνεκδιήγητος indescribable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”